ελικωτός

ελικωτός
η , όν винтообразный, спиральный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ελικωτός" в других словарях:

  • ελικωτός — ή, ό (Α ἑλικωτός, ή, όν) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ελικωτό ελικοειδές καρφί με το οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές πάνω στους ξύλινους στρωτήρες αρχ. ελικοειδής …   Dictionary of Greek

  • ελικωτός — ή, ό 1. που έχει σχήμα έλικα, κοχλιωτός, βιδωτός. 2. το ουδ. ως ουσ., ελικωτό βιδωτό καρφί για τη στερέωση των σιδηροτροχιών στους ξύλινους στρωτήρες (στις τραβέρσες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑλικωτόν — ἑλικωτός threaded like a screw masc acc sg ἑλικωτός threaded like a screw neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλειτίας — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος αγγειογράφος. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της εποχής του και συνεργάτης του –επίσης γνωστού– Αθηναίου αγγειοπλάστη Εργοτίμου. Άκμασε την εποχή κατά την οποία η ιωνική και η κορινθιακή τέχνη άρχισαν να… …   Dictionary of Greek

  • υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»